- πολυευσπλαγχνία
- πολυευσπλαγχνία, ας, ἡ (cp. πολυεύσπλαγχνος) richness in mercy π. τοῦ κυρίου Hs 8, 6, 1 v.l.—DELG s.v. σπλήν.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πολυευσπλαγχνία — ἡ, Α [πολυεύσπλαγχνος] μεγάλη ευσπλαγχνία … Dictionary of Greek